δίκαννος

δίκαννος
-ο
1. (για πυροβόλο όπλο) αυτός που έχει δύο κάννες
2. το ουδ. ως ουσ. το δίκαννο
όπλο με δύο κάννες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Γ. Ι. Παπάζογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”